σφυροδρέπανο(ν)

σφυροδρέπανο(ν)
το серп и молот

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σφυροδρέπανο(ν)" в других словарях:

  • σφυροδρέπανο — το, Ν επίσημο έμβλημα τής πρώην Σοβιετικής Ένωσης, καθώς και τών κομμουνιστικών και άλλων αριστερών κομμάτων τών περισσότερων χωρών τού κόσμου, το οποίο καθιερώθηκε από το 1923, από την Γ Διεθνή ως σύμβολο τής σύμπραξης τών βιομηχανικών εργατών… …   Dictionary of Greek

  • σφυροδρέπανο — το έμβλημα των κομουνιστών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»